ανειλημμένος

ανειλημμένος
-η, -ο (Α ἀνειλημμένος, -η, -ον) (μτχ. παθ. πρκμ. του αναλαμβάνω*)
εκείνος τον οποίο έχει αναλάβει κάποιος
«ανειλημμένες υποχρεώσεις».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανειλημμένος — η, ο (μτχ. παθ. πρκ. του αναλαμβάνω), εκείνος τον οποίο έχει κανείς αναλάβει: Είχε ανειλημμένες υποχρεώσεις απέναντι στην εταιρεία που εργαζόταν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνειλημμένος — ἀναλαμβάνω take up perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναλαμβάνομαι — αναλαμβάνομαι, αναλήφθηκα, ανειλημμένος βλ. πίν. 166 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναλαμβάνω — και αναλαβαίνω ανάλαβα, και ανέλαβα, αναλήφθηκα, ανειλημμένος 1. μτβ., παίρνω πάνω μου, στα χέρια μου: Την υπόθεση ανάλαβε ο δικηγόρος. 2. αμτβ., ανακτώ τις δυνάμεις μου, δυναμώνω: Ανάλαβε πια εντελώς από την αρρώστια. 3. ο παθ. αόρ., αναλήφθηκα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”